οπισθόδομος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οπισθόδομος < αρχαία ελληνική ὀπισθόδομος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οπισθόδομος αρσενικό
- (αρχαιολογία) (αρχιτεκτονική) το πίσω δωμάτιο / χώρος ενός αρχαιοελληνικού ναού (ή κάποιου άλλου κτίσματος)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οπισθόδομος