ανωδομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανωδομία < άνω + -δομία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλικά superstructure) < δομώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανωδομία θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του ανωδομή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανωδομία
|