αποδόμηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποδόμηση < αποδομώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déconstruction)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αποδόμηση θηλυκό
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αποδόμηση στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αποδόμηση