Δείτε επίσης: αποδήμηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδόμηση οι αποδομήσεις
      γενική της αποδόμησης* των αποδομήσεων
    αιτιατική την αποδόμηση τις αποδομήσεις
     κλητική αποδόμηση αποδομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδόμηση < (αποδομώ) αποδομη- + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + δόμηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποδόμηση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδομώ
  2. (φιλοσοφία, φιλολογία) θεώρηση της λογοτεχνικής κριτικής και φιλοσοφική άποψη που ασχολείται με τη σχέση μεταξύ κειμένου και σημασίας, με κύριο εισηγητή τον Γάλλο στοχαστή Ζακ Ντεριντά, η οποία γενικά υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν απόλυτες σημασίες στις λέξεις και στα κείμενα, ότι οι έννοιες που εκφράζονται από τη γλώσσα είναι ασταθείς, περίπλοκες και τελικά αδύνατον να προσδιοριστούν απόλυτα, γι΄αυτό και η κατανόηση ή η ερμηνεία των κειμένων δεν μπορεί να υπερβεί ένα όριο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)