δωματιάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δωματιάρα | οι | δωματιάρες |
γενική | της | δωματιάρας | — | |
αιτιατική | τη | δωματιάρα | τις | δωματιάρες |
κλητική | δωματιάρα | δωματιάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δωματιάρα < δωμάτι(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωματιάρα θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δωμάτιο
δωματιάρα
|