Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

wigilia < λατινική vigilia

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wigilia (pl) θηλυκό

  1. η παραμονή, η προηγούμενη μέρα από κάποια γιορτή
  2. (ειδικότερα) η παραμονή των Χριστουγέννων

Συγγενικά επεξεργασία