Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
veille veilles

veille (fr) θηλυκό

  1. η παραμονή (μιας μέρας)
  2. η φροντίδα, η επίβλεψη
  3. η αγρυπνία