ενικός         πληθυντικός  
eve eves

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

eve (en)

  • η παραμονή (η προηγούμενη μέρα)
    Christmas Eve/New Year’s Eve - η Παραμονή των Χριστουγέννων/της Πρωτοχρονιάς
    on the eve of my departure - την παραμονή της αναχώρησής μου



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

eve (και eave, iave, ieve) θηλυκό