επέτειος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επέτειος | οι | επέτειοι |
γενική | της | επετείου | των | επετείων |
αιτιατική | την | επέτειο | τις | επετείους |
κλητική | επέτειε (επέτειο) |
επέτειοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επέτειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπέτειος (ετήσιος) < ἐπί (επ(ι)-) + ἔτος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anniversaire[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpe.ti.os/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επέτειος θηλυκό
- η μέρα που συμπληρώνεται ένα ή περισσότερα έτη από την ημέρα ενός αξιόλογου ή αξιομνημόνευτου γεγονότος ή συμβάντος
- σήμερα γιορτάσαμε την 71η επέτειο του «όχι»
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- χρυσή επέτειος: η επέτειος 50 ετών έγγαμου βίου
- αργυρή επέτειος: η επέτειος 25 ετών έγγαμου βίου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επέτειος
Επεξεργασία
- ↑ «επέτειος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.