επετειακός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pe.ti.aˈkos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
επετειακός
- που γίνεται σε μια επέτειο ή αναφέρεται σ’ αυτή
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επετειακός
|
επετειακός
|