χρονίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρονίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρονίως. Συγχρονικά αναλύεται σε χρόνι(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαχρονίως
Πηγές
επεξεργασία- χρόνιος, χρονίως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαχρονίως, συγκριτικός :χρονιωτέρως/χρονιώτερον)
- διαρκώντας χρόνια, μακροχρόνια, χρονίως
- μετά από πολλά χρόνια, καθυστερημένα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- χρόνια (ουδέτερο, πληθυντικός)