ενικός         πληθυντικός  
era eras

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

era (en)

  • η εποχή, η περίοδος, ένα χρονικό διάστημα, συνήθως στην ιστορία, που διαφέρει από άλλα διαστήματα λόγω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ή γεγονότων
    ⮡  the Classical/Byzantine/Christian era - η Κλασσική/Βυζαντινή/Χριστιανική εποχή
    ⮡  the Victorian era - η εποχή της Βικτωρίας
    ⮡  Roman era ruins - ερείπια Ρωμαϊκής εποχής
    ⮡  an era of prosperity/extravagance - μια εποχή ευημερίας/σπατάλης
    ⮡  the Christian era - η Χριστιανική περίοδος
     συνώνυμα:  age, day, epoch, period και time



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɛ.ra/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

era (pl) θηλυκό

  1. η εποχή, η περίοδος

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

era (pt)

  1. εποχή
  2. περίοδος