παραθετικά
θετικός lengthy
συγκριτικός lengthier
υπερθετικός lengthiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lengthy < length + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

lengthy (en)

  • μακροχρόνιος, χρονοβόρος, μακρός σε χρόνο
    ⮡  After lengthy legal battles, he recovered his assets.
    Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
    ⮡  lengthy tasks - χρονοβόρες εργασίες