ετερόχρονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετερόχρονος < ελληνιστική κοινή ἑτερόχρονος
Επίθετο επεξεργασία
ετερόχρονος
- που γίνεται ή συμβαίνει σε διαφορετικό χρόνο σε σχέση με κάτι άλλο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ετεροχρονία
- ετεροχρονίζω
- ετεροχρονικός
- ετεροχρονισμένα
- ετεροχρονισμένος
- ετεροχρονισμός
- → δείτε τις λέξεις έτερος και χρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετερόχρονος
|