Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κόντεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κόντεμα
τα
κοντέμα
τ
α
γενική
του
κοντέμα
τ
ος
των
κοντεμά
τ
ων
αιτιατική
το
κόντεμα
τα
κοντέμα
τ
α
κλητική
κόντεμα
κοντέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κόντεμα
<
κονταίνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόντεμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
ή
κατάσταση
του κοντένω,
μίκρεμα
,
βράχυνση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κονταίνω
και
κοντός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κόντεμα
αγγλικά
:
shortening
(en)