Ετυμολογία

επεξεργασία
σύνεγγυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνεγγυς

  Επίρρημα

επεξεργασία

σύνεγγυς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

σύνεγγυς < σύν- + ἐγγύς

  Επίρρημα

επεξεργασία

σύνεγγυς

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιόταν συχνά και σαν επίθετο