Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκ του σύνεγγυς < → δείτε τις αρχαίες λέξεις ἐκ, τοῦ και σύνεγγυς (κοντά) - σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de près[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek‿tu‿ˈsin.eŋ.ɟis/

  Έκφραση επεξεργασία

εκ του σύνεγγυς

  • (λόγιο, για επικοινωνία με ζωντανή παρουσία) από κοντά / διά ζώσης
    Πάει καιρός από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Πρέπει να τα πούμε ξανά εκ του σύνεγγυς.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία