in person
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin person (en)
- (ιδιωματισμός) εκ του σύνεγγυς, ίδιος, αυτοπροσώπως
- ⮡ He did not send it, he brought it in person.
- Δεν το ‘στείλε, το έφερε ο ίδιος.
- ⮡ I'd rather see them in person.
- Θα προτιμούσα μάλλον να τους δω αυτοπροσώπως.
- ⮡ He did not send it, he brought it in person.
Πηγές
επεξεργασία- person (idioms): in person - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 383. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίδιος