αυτοπροσώπως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοπροσώπως < (ελληνιστική κοινή) αὐτοπροσώπως < αρχαία ελληνική αὐτοπρόσωπος < αὐτός + πρόσωπον
Επίρρημα
επεξεργασίααυτοπροσώπως
- με τη φυσική (αυτοπρόσωπη) παρουσία του ίδιου του προσώπου στο οποίο αναφερόμαστε
- Είστε ο κύριος Χ; Ο ίδιος αυτοπροσώπως!