αυτοπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοπρόσωπος < (ελληνιστική κοινή) αὐτοπρόσωπος
Επίθετο επεξεργασία
αυτοπρόσωπος, -η, -ο
- που γίνεται με την παρουσία του ίδιου του προσώπου, χωρίς πληρεξούσιο
- Για την σύναψή συμφώνου συμβίωσης είναι απαραίτητη η αυτοπρόσωπη παρουσία των ενδιαφερόμενων μερών ενώπιον συμβολαιογράφου.
Συγγενικά επεξεργασία
- αυτοπρόσωπα
- αυτοπροσωπογραφία
- αυτοπροσωπογράφος
- αυτοπροσωπογραφούμαι
- αυτοπροσώπως
- ταυτοπροσωπία
- → δείτε τις λέξεις αυτός και πρόσωπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοπρόσωπος
|