ταυτοπροσωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταυτοπροσωπία θηλυκό
- το σύνολο των ιδιοτήτων η χαρακτηριστικών που ξεχωρίζουν κάποιο μέλος ενός συνόλου από τα υπόλοιπα και προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φύση ενός ατόμου ή συνόλου
- (γραμματική) το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το ρήμα και το απαρέμφατο που εξαρτάται απ’ αυτό έχουν το ίδιο υποκείμενο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταυτοπροσωπία
|