• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ετεροπροσωπία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Αντώνυμα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροπροσωπία οι ετεροπροσωπίες
      γενική της ετεροπροσωπίας των ετεροπροσωπιών
    αιτιατική την ετεροπροσωπία τις ετεροπροσωπίες
     κλητική ετεροπροσωπία ετεροπροσωπίες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ετεροπροσωπία < ελληνιστική κοινή ἑτεροπρόσωπος + -ία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.te.ɾo.pɾo.soˈpi.a/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ετεροπροσωπία θηλυκό

  • (γραμματική) συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το ρήμα και το εξαρτώμενο απ’ αυτό απαρέμφατο έχουν διαφορετικό υποκείμενο (στην αρχαία ελληνική και τη λατινική)

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • ταυτοπροσωπία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ετεροπροσωπία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ετεροπροσωπία&oldid=4996793"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Φεβρουαρίου 2021, στις 23:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Φεβρουαρίου 2021, στις 23:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie