Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροπροσωπία οι ετεροπροσωπίες
      γενική της ετεροπροσωπίας των ετεροπροσωπιών
    αιτιατική την ετεροπροσωπία τις ετεροπροσωπίες
     κλητική ετεροπροσωπία ετεροπροσωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετεροπροσωπία < ελληνιστική κοινή ἑτεροπρόσωπος + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.te.ɾo.pɾo.soˈpi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ετεροπροσωπία θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία