ετεροπροσωπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετεροπροσωπία < ελληνιστική κοινή ἑτεροπρόσωπος + -ία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ετεροπροσωπία θηλυκό
- (γραμματική) συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το ρήμα και το εξαρτώμενο απ’ αυτό απαρέμφατο έχουν διαφορετικό υποκείμενο (στην αρχαία ελληνική και τη λατινική)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετεροπροσωπία
|