γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό présentiel présentiels
θηλυκό présentielle présentielles

  Επίθετο

επεξεργασία

présentiel (fr)

  • που γίνεται επιτόπου, από κοντά (όχι από απόσταση), διά ζώσης
    cours en présentiel - μάθημα που γίνεται σε μια αίθουσα (σε αντίθεση με μάθημα με αλληλογραφία)