présentiel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | présentiel | présentiels |
θηλυκό | présentielle | présentielles |
Επίθετο επεξεργασία
présentiel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | présentiel | présentiels |
θηλυκό | présentielle | présentielles |
présentiel (fr)