Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυκνωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυκνωμέν
ος
η
πυκνωμέν
η
το
πυκνωμέν
ο
γενική
του
πυκνωμέν
ου
της
πυκνωμέν
ης
του
πυκνωμέν
ου
αιτιατική
τον
πυκνωμέν
ο
την
πυκνωμέν
η
το
πυκνωμέν
ο
κλητική
πυκνωμέν
ε
πυκνωμέν
η
πυκνωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυκνωμέν
οι
οι
πυκνωμέν
ες
τα
πυκνωμέν
α
γενική
των
πυκνωμέν
ων
των
πυκνωμέν
ων
των
πυκνωμέν
ων
αιτιατική
τους
πυκνωμέν
ους
τις
πυκνωμέν
ες
τα
πυκνωμέν
α
κλητική
πυκνωμέν
οι
πυκνωμέν
ες
πυκνωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πυκνωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πυκνώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
(
αρχαιοπρεπές
)
πεπυκνωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυκνωμένος