πεπυκνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεπυκνωμένος < αρχαία ελληνική πεπυκνωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πυκνόω < πυκνός
Μετοχή
επεξεργασίαπεπυκνωμένος
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του πυκνωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεπυκνωμένος
|