Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπυκνωμένος η πεπυκνωμένη το πεπυκνωμένο
      γενική του πεπυκνωμένου της πεπυκνωμένης του πεπυκνωμένου
    αιτιατική τον πεπυκνωμένο την πεπυκνωμένη το πεπυκνωμένο
     κλητική πεπυκνωμένε πεπυκνωμένη πεπυκνωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπυκνωμένοι οι πεπυκνωμένες τα πεπυκνωμένα
      γενική των πεπυκνωμένων των πεπυκνωμένων των πεπυκνωμένων
    αιτιατική τους πεπυκνωμένους τις πεπυκνωμένες τα πεπυκνωμένα
     κλητική πεπυκνωμένοι πεπυκνωμένες πεπυκνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεπυκνωμένος < αρχαία ελληνική πεπυκνωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πυκνόω < πυκνός

  Μετοχή επεξεργασία

πεπυκνωμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία