densa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | densa | densaj |
αιτιατική | densan | densajn |
densa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | densa | densaj |
αιτιατική | densan | densajn |
densa (eo)