Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dens- < αγγλική και γαλλική dense

  Ρίζα επεξεργασία

dens- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: πυκνός

Παράγωγα επεξεργασία