densiĝi
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαρήμα densiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | densiĝas | densiĝanta | densiĝata |
αόριστος | densiĝis | densiĝinta | densiĝita |
μέλλοντας | densiĝos | densiĝonta | densiĝota |
υποθετική | densiĝus | - | - |
προστακτική | densiĝu | - | - |
densiĝi (eo)
- συμπυκνώνομαι, γίνομαι πιο πυκνός, συγκεντρώνομαι