Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
densiĝinta
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
densiĝinta
(eo)
αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος
densiĝi