πυκνά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πυκνά < πυκνός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πυκνά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυκνά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
πυκνά
- πυκνό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
πυκνά < πυκνός
πυκνά
πυκνά