Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμπυκνωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμπυκνωμέν
ος
η
συμπυκνωμέν
η
το
συμπυκνωμέν
ο
γενική
του
συμπυκνωμέν
ου
της
συμπυκνωμέν
ης
του
συμπυκνωμέν
ου
αιτιατική
τον
συμπυκνωμέν
ο
τη
συμπυκνωμέν
η
το
συμπυκνωμέν
ο
κλητική
συμπυκνωμέν
ε
συμπυκνωμέν
η
συμπυκνωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμπυκνωμέν
οι
οι
συμπυκνωμέν
ες
τα
συμπυκνωμέν
α
γενική
των
συμπυκνωμέν
ων
των
συμπυκνωμέν
ων
των
συμπυκνωμέν
ων
αιτιατική
τους
συμπυκνωμέν
ους
τις
συμπυκνωμέν
ες
τα
συμπυκνωμέν
α
κλητική
συμπυκνωμέν
οι
συμπυκνωμέν
ες
συμπυκνωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμπυκνωμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
συμπυκνωμένος
που έχει
συμπυκνωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμπυκνωμένος
αγγλικά
:
condensed
(en)
γαλλικά
:
concentré
(fr)
,
condensé
(fr)