condensed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | condensed |
συγκριτικός | more condensed |
υπερθετικός | most condensed |
condensed (en)
- συμπυκνωμένος, περιληπτικός, που είναι πολύ συγκεντρωμένο ή συμπυκνωμένο
- ⮡ condensed milk - συμπυκνωμένο γάλα
- ⮡ The report, in its condensed form, is 60 pages.
- Η έκθεση, στην περιληπτική της μορφή, είναι 60 σελίδες.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcondensed (en)