suffer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | suffer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | suffers |
αόριστος | suffered |
παθητική μετοχή | suffered |
ενεργητική μετοχή | suffering |
Ρήμα
επεξεργασίαsuffer (en)
- υποφέρω, περνάω
- ⮡ I suffer bitter disappointment.
- Περνώ μεγάλη απογοήτευση.
- ⮡ I suffer bitter disappointment.
- (παρωχημένο) αφήνω (επιτρέπω)
- But Jesus said, suffer little children, and forbid them not, to come unto me: for of such is the kingdom of heaven. - ο δε Ιησούς είπεν, Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά έλθειν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ