ενεστώτας suffer
γ΄ ενικό ενεστώτα suffers
αόριστος suffered
παθητική μετοχή suffered
ενεργητική μετοχή suffering

suffer (en)

  1. (αμετάβατο) υποφέρω, πάσχω, με επηρεάζει άσχημα μια ασθένεια, πόνος, λυπημένα συναισθήματα, έλλειψη κάτι κτλ.
      The patient appeared to be suffering a lot.
    Ο ασθενής φαινόταν να υποφέρει πολύ.
      I couldn't bear to see her suffer.
    Δεν μπορούσα να την βλέπω να υποφέρει.
      The city is suffering from a water shortage.
    Η πόλη υποφέρει από έλλειψη νερού.
      For years, he has been suffering from asthma.
    Χρόνια υποφέρει από άσθμα.
      Suicide is common in people suffering from depression.
    Η αυτοκτονία συνηθίζεται σε άτομα που πάσχουν από μελαγχολία.
      I suffer when I see children hungry.
    Πάσχω όταν βλέπω παιδιά να πεινούν.
  2. (μεταβατικό) παθαίνω, υφίσταμαι, περνάω κάτι δυσάρεστο, όπως τραυματισμό, ήττα ή απώλεια
      A lot of old buildings suffered serious damage in the earthquake.
    Με το σεισμό πολλά παλιά κτίρια έπαθαν σοβαρές ζημιές.
      We suffered a lot of damage.
    Υποστήκαμε μεγάλες ζημιές.
      I am suffering bitter disappointment.
    Περνώ μεγάλη απογοήτευση.
  3. (αμετάβατο) πάσχω, χειροτερεύω
      Our education system is suffering.
    Η παιδεία μας πάσχει.
      He is very busy and his work has suffered.
    Είναι πολύ απασχολημένος και η δουλειά του έχει χειροτερέψει.
  4. (παρωχημένο) αφήνω (επιτρέπω)
      But Jesus said, suffer little children, and forbid them not, to come unto me: for of such is the kingdom of heaven.
    Ο δε Ιησούς είπεν, Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά έλθειν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών.