ενεστώτας suffer
γ΄ ενικό ενεστώτα suffers
αόριστος suffered
παθητική μετοχή suffered
ενεργητική μετοχή suffering

suffer (en)

  1. υποφέρω, περνάω
    ⮡  I suffer bitter disappointment.
    Περνώ μεγάλη απογοήτευση.
  2. (παρωχημένο) αφήνω (επιτρέπω)
    But Jesus said, suffer little children, and forbid them not, to come unto me: for of such is the kingdom of heaven. - ο δε Ιησούς είπεν, Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά έλθειν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684. , λήμμα: περνώ