τί παθών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατί παθών;
- τί σού συνέβη; τί σε βασανίζει;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 701 (700-701)
- ΤΡ. ἀπέθανεν, | ὅθ᾽ οἱ Λάκωνες ἐνέβαλον. ΕΡ. τί παθών;
- ΤΡΥ. Πέθανε | τότε που οι Λάκωνες μας πάτησαν τη χώρα. ΕΡΜ. Τί του ᾽ρθε;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ΤΡ. ἀπέθανεν, | ὅθ᾽ οἱ Λάκωνες ἐνέβαλον. ΕΡ. τί παθών;
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 4 Μενίππου καὶ Αἰακοῦ @wikisource
- Ὦ χαλκόπου βέλτιστε, τί παθὼν σεαυτὸν εἰς τοὺς κρατῆρας ἐνέβαλες;
- Αξιότιμε χαλκοπόδαρε, τί έπαθες και ρίχτηκες μέσα στους κρατήρες;
- Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- Ὦ χαλκόπου βέλτιστε, τί παθὼν σεαυτὸν εἰς τοὺς κρατῆρας ἐνέβαλες;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 701 (700-701)
Πηγές
επεξεργασία- πάσχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.