πενθερός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πενθερός | οι | πενθεροί |
γενική | του | πενθερού | των | πενθερών |
αιτιατική | τον | πενθερό | τους | πενθερούς |
κλητική | πενθερέ | πενθεροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πενθερός < αρχαία ελληνική πενθερός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πενθερός αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ο πεθερός
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πενθερός
→ δείτε τη λέξη πεθερός |
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πενθερός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πενθερός αρσενικό