Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενθερικός η πενθερική το πενθερικό
      γενική του πενθερικού της πενθερικής του πενθερικού
    αιτιατική τον πενθερικό την πενθερική το πενθερικό
     κλητική πενθερικέ πενθερική πενθερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενθερικοί οι πενθερικές τα πενθερικά
      γενική των πενθερικών των πενθερικών των πενθερικών
    αιτιατική τους πενθερικούς τις πενθερικές τα πενθερικά
     κλητική πενθερικοί πενθερικές πενθερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενθερικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πενθερικός, -ή, -ό


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πενθερικός πενθερική τὸ πενθερικόν
      γενική τοῦ πενθερικοῦ τῆς πενθερικῆς τοῦ πενθερικοῦ
      δοτική τῷ πενθερικ τῇ πενθερικ τῷ πενθερικ
    αιτιατική τὸν πενθερικόν τὴν πενθερικήν τὸ πενθερικόν
     κλητική ! πενθερικέ πενθερική πενθερικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πενθερικοί αἱ πενθερικαί τὰ πενθερικᾰ́
      γενική τῶν πενθερικῶν τῶν πενθερικῶν τῶν πενθερικῶν
      δοτική τοῖς πενθερικοῖς ταῖς πενθερικαῖς τοῖς πενθερικοῖς
    αιτιατική τοὺς πενθερικούς τὰς πενθερικᾱ́ς τὰ πενθερικᾰ́
     κλητική ! πενθερικοί πενθερικαί πενθερικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πενθερικώ τὼ πενθερικᾱ́ τὼ πενθερικώ
      γεν-δοτ τοῖν πενθερικοῖν τοῖν πενθερικαῖν τοῖν πενθερικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενθερικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πενθερικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία