πεθερικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεθερικός < πεθερός + -ικός < αρχαία ελληνική πενθερός
Επίθετο
επεξεργασίαπεθερικός
- που έχει σχέση με τον πεθερό ή την πεθερά ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- (ουσιαστικοποιημένο) πεθερικά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πεθερός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεθερικός
|