↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεθερικός η πεθερική το πεθερικό
      γενική του πεθερικού της πεθερικής του πεθερικού
    αιτιατική τον πεθερικό την πεθερική το πεθερικό
     κλητική πεθερικέ πεθερική πεθερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεθερικοί οι πεθερικές τα πεθερικά
      γενική των πεθερικών των πεθερικών των πεθερικών
    αιτιατική τους πεθερικούς τις πεθερικές τα πεθερικά
     κλητική πεθερικοί πεθερικές πεθερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεθερικός < πεθερός + -ικός < αρχαία ελληνική πενθερός

  Επίθετο

επεξεργασία

πεθερικός

  1. που έχει σχέση με τον πεθερό ή την πεθερά ή αναφέρεται σ’ αυτούς
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πεθερικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία