Ετυμολογία

επεξεργασία

πενθερικά < πενθερικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πενθερικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

→ δείτε τη λέξη  πεθερικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πενθερικά