socer
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- socer < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsocer (la) αρσενικό
- (οικογένεια) ο πεθερός
- ≈ συνώνυμα: στα αρχαία ελληνικά ἑκυρός, πενθερός
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | socer | socerī |
γενική | socerī | socerōrum |
δοτική | socerō | socerīs |
αιτιατική | socerum | socerōs |
κλητική | socer | socerī |
αφαιρετική | socerō | socerīs |
Πηγές
επεξεργασία- socer - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.