ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πενθεριδεύς οἱ πενθεριδεῖς
      γενική τοῦ πενθεριδέως τῶν πενθεριδέων
      δοτική τῷ πενθεριδεῖ τοῖς πενθεριδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πενθεριδέ τοὺς πενθεριδέᾱς
     κλητική ! πενθεριδεῦ πενθεριδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πενθεριδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  πενθεριδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πενθεριδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία