πενθερά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πενθερᾱ́ | αἱ | πενθεραί |
γενική | τῆς | πενθερᾶς | τῶν | πενθερῶν |
δοτική | τῇ | πενθερᾷ | ταῖς | πενθεραῖς |
αιτιατική | τὴν | πενθερᾱ́ν | τὰς | πενθερᾱ́ς |
κλητική ὦ! | πενθερᾱ́ | πενθεραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πενθερᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πενθεραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- πενθερά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πενθερά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.