τί πάθω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατί πάθω;
- τί θα απογίνω;, τί να κάνω;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 954 (954-955)
- οἴμοι τί πάθω; τίνα βινήσω, | τῆς καλλίστης πασῶν ψευσθεία;
- Τί να κάνω; Σε ποιάν να ξεσπάσω; | Με γέλασεν η δικιά μου.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- οἴμοι τί πάθω; τίνα βινήσω, | τῆς καλλίστης πασῶν ψευσθεία;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 513 (513-514)
- ὤμοι μοι, τί πάθω; τάλας | δῆτ᾽ ἐγὼ σύ τε, μᾶτερ
- Αλίμονο, τί θα γίνουμε οι άμοιροι, | κι εγώ, μητέρα, κι εσύ;
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ὤμοι μοι, τί πάθω; τάλας | δῆτ᾽ ἐγὼ σύ τε, μᾶτερ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 954 (954-955)
Πηγές
επεξεργασία- πάσχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.