πάσχω ἄλγεα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπάσχω ἄλγεα
- υποφέρω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 297 (297-299)
- ἀλλὰ τίη νῦν οὗτος ἀναίτιος ἄλγεα πάσχει, | μὰψ ἕνεκ᾽ ἀλλοτρίων ἀχέων, κεχαρισμένα δ᾽ αἰεὶ | δῶρα θεοῖσι δίδωσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν;
- Διατί τούτος ο άπταιστος θα υποφέρει τόσο | από αλλότρια βάσανα, που των επουρανίων | θεών προσφέρει πάντοτε χαριτωμένα δώρα;
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλὰ τίη νῦν οὗτος ἀναίτιος ἄλγεα πάσχει, | μὰψ ἕνεκ᾽ ἀλλοτρίων ἀχέων, κεχαρισμένα δ᾽ αἰεὶ | δῶρα θεοῖσι δίδωσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν;
- 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 670 (669-670)
- τῶ ῥ᾽ ἅμα τ᾽ ἀργαλέην θωὴν ἀλέεινεν Ἀχαιῶν | νοῦσόν τε στυγερήν, ἵνα μὴ πάθοι ἄλγεα θυμῷ.
- όθεν το βαρύ πρόστιμον των Αχαιών να λάβει | απόφευγε και απ᾽ την σκληρήν αρρώστιαν να υποφέρει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τῶ ῥ᾽ ἅμα τ᾽ ἀργαλέην θωὴν ἀλέεινεν Ἀχαιῶν | νοῦσόν τε στυγερήν, ἵνα μὴ πάθοι ἄλγεα θυμῷ.
- 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 297 (297-299)
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 211 (210-211)
- ἄφρων δ᾽ ὅς κ᾽ ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν· | νίκης τε στέρεται πρός τ᾽ αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει.»
- Δίχως μυαλό εκείνος που ίσως θέλει με δυνατότερούς του ν᾽ αναμετρηθεί. | Χάνει τη νίκη και πλάι στην ντροπή και λύπες πάσχει.»
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἄφρων δ᾽ ὅς κ᾽ ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν· | νίκης τε στέρεται πρός τ᾽ αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
Πηγές
επεξεργασία- πάσχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.