↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μᾰλᾰκοτητ-
ονομαστική μαλακότης αἱ μαλακότητες
      γενική τῆς μαλακότητος τῶν μαλακοτήτων
      δοτική τῇ μαλακότητ ταῖς μαλακότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μαλακότητ τὰς μαλακότητᾰς
     κλητική ! μαλακότης μαλακότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαλακότητε
γεν-δοτ τοῖν  μαλακοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλακότης < μαλακό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαλακότης, -ητος θηλυκό

  1. η μαλακότητα απαλότητα στην αφη
     συνώνυμα: μαλθακότης
     αντώνυμα: σκληρότης
  2. (για κλίμα) ηπιότητα
  3. δειλία
  4. αδυναμία, εκθήλυνση