μαλακότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μᾰλᾰκοτητ- | |||||
ονομαστική | ἡ | μαλακότης | αἱ | μαλακότητες | |
γενική | τῆς | μαλακότητος | τῶν | μαλακοτήτων | |
δοτική | τῇ | μαλακότητῐ | ταῖς | μαλακότησῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | μαλακότητᾰ | τὰς | μαλακότητᾰς | |
κλητική ὦ! | μαλακότης | μαλακότητες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαλακότητε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μαλακοτήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαλακότης, -ητος θηλυκό
- η μαλακότητα απαλότητα στην αφη
- ≈ συνώνυμα: μαλθακότης
- ≠ αντώνυμα: σκληρότης
- (για κλίμα) ηπιότητα
- δειλία
- αδυναμία, εκθήλυνση
Πηγές
επεξεργασία- μαλακότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαλακότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.