ευμάλακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευμάλακτος < ελληνιστική κοινή εὐμάλακτος < αρχαία ελληνική εὖ + μαλάσσω
Επίθετο επεξεργασία
ευμάλακτος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που μαλάσσεται εύκολα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ευμαλάκτως
- → δείτε τις λέξεις ευ και μαλάσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευμάλακτος
|