Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευμάλακτος η ευμάλακτη το ευμάλακτο
      γενική του ευμάλακτου της ευμάλακτης του ευμάλακτου
    αιτιατική τον ευμάλακτο την ευμάλακτη το ευμάλακτο
     κλητική ευμάλακτε ευμάλακτη ευμάλακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευμάλακτοι οι ευμάλακτες τα ευμάλακτα
      γενική των ευμάλακτων των ευμάλακτων των ευμάλακτων
    αιτιατική τους ευμάλακτους τις ευμάλακτες τα ευμάλακτα
     κλητική ευμάλακτοι ευμάλακτες ευμάλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευμάλακτος < ελληνιστική κοινή εὐμάλακτος < αρχαία ελληνική εὖ + μαλάσσω

  Επίθετο επεξεργασία

ευμάλακτος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία