Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευμαλάκτως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευμαλάκτως
<
ευμάλακτος
+
-α
<
ελληνιστική κοινή
εὐμάλακτος
Επίρρημα
επεξεργασία
ευμαλάκτως
(
αρχαιοπρεπές
) με
ευμάλακτο
τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευμαλάκτως