μαλακωσιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαλακωσιά | οι | μαλακωσιές |
γενική | της | μαλακωσιάς | των | μαλακωσιών |
αιτιατική | τη | μαλακωσιά | τις | μαλακωσιές |
κλητική | μαλακωσιά | μαλακωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.la.ko.ˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐λα‐κω‐σιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαλακωσιά θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- μαλακωσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαλακωσιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαλακωσιά
|