μαλάκυνσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαλάκυνσῐς | αἱ | μαλακύνσεις | ||||
γενική | τῆς | μαλακύνσεως | τῶν | μαλακύνσεων | ||||
δοτική | τῇ | μαλακύνσει | ταῖς | μαλακύνσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μαλάκυνσῐν | τὰς | μαλακύνσεις | ||||
κλητική ὦ! | μαλάκυνσῐ | μαλακύνσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαλακύνσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μαλακυνσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαλάκυνσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μαλακύν(ω) (< μαλακός) + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μαλάκυνση με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαλάκυνσις, -εως θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μάλαξις (μαλάκωμα)
Πηγές
επεξεργασία- μαλάκυνσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.