ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαλάκυνσῐς αἱ μαλακύνσεις
      γενική τῆς μαλακύνσεως τῶν μαλακύνσεων
      δοτική τῇ μαλακύνσει ταῖς μαλακύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μαλάκυνσῐν τὰς μαλακύνσεις
     κλητική ! μαλάκυνσῐ μαλακύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαλακύνσει
γεν-δοτ τοῖν  μαλακυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλάκυνσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μαλακύν(ω) (< μαλακός) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μαλάκυνση με διαφορετική σημασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαλάκυνσις, -εως θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία