Ετυμολογία

επεξεργασία
άβολα < άβολ(ος) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βο‐λα

  Επίρρημα

επεξεργασία

άβολα (τροπικό επίρρημα)

  1. όχι αναπαυτικά
    ⮡ είναι λίγο άβολα σ' αυτόν τον παλιό καναπέ
  2. όχι άνετα, όχι οικεία
    ⮡ αισθάνομαι κάπως άβολα τόσο με την τυπικότητα όσο και με την υπερβολική οικειότητα κάποιων ανθρώπων
  3. όχι κατ' ευχήν, μη ευνοϊκά
    ⮡ τα πράγματα μού ήρθαν άβολα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • άβολοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)