άβολα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.vo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βο‐λα
Επίρρημα
επεξεργασίαάβολα (τροπικό επίρρημα)
- όχι αναπαυτικά
- ⮡ είναι λίγο άβολα σ' αυτόν τον παλιό καναπέ
- όχι άνετα, όχι οικεία
- ⮡ αισθάνομαι κάπως άβολα τόσο με την τυπικότητα όσο και με την υπερβολική οικειότητα κάποιων ανθρώπων
- όχι κατ' ευχήν, μη ευνοϊκά
- ⮡ τα πράγματα μού ήρθαν άβολα
Μεταφράσεις
επεξεργασία άβολα
Πηγές
επεξεργασία- άβολος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)