Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄβολος (ουσιαστικό) < αμφί + βάλλομαι
ἄβολος (επίθετο) < ά- (στερητικό) και βάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄβολος θηλυκό
  1. ἱμάτιον ἱππέως

  Επίθετο επεξεργασία

ἄβολος -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει αλλάξει ακόμα
  2. (αναφορικά με άλογο) εκείνο που δεν έχει αλλάξει ακόμα δόντια