Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἄβολος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Επίθετο
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἄβολος
(ουσιαστικό) <
αμφί
+
βάλλομαι
ἄβολος
(επίθετο) < ά- (
στερητικό
) και
βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἄβολος
θηλυκό
ἱμάτιον
ἱππέως
Επίθετο
επεξεργασία
ἄβολος -ος, -ον
αυτός που δεν έχει αλλάξει ακόμα
(αναφορικά με άλογο) εκείνο που δεν έχει αλλάξει ακόμα δόντια