Δείτε επίσης: σχάση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκάση οι σκάσεις
      γενική της σκάσης* των σκάσεων
    αιτιατική τη σκάση τις σκάσεις
     κλητική σκάση σκάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκάση < σκάω / σκάζω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκάση θηλυκό

  1. (σπάνιο, λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκάω / σκάζω
  2. (σπάνιο, λαϊκότροπο) σκασίλα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σκάση

  • (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκάω / σκάζω (παλαιότεροι γραμματικοί κανόνες)
    ※  Φαίνεται ὂτι αὐτό ἧταν τό βλῆμα τοῦ ὃλμου, πού εἴχε πέσει στήν κεραμοσκεπή τοῦ σπιτιοῦ χωρίς νά σκάση (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)
    ※  Ἑμεῖς τά δυό ἀγαπιούμαστε, κι' ὅπου ζηλεύ' ἀς σκάση, τῆς πικροδάφνης τό νερό ἄς πιῆ νά τοῦ περάση (Εμείς τα δυο αγαπιούμαστε, κι' όπου ζηλεύ' ας σκάση, της πικροδάφνης το νερός ας πιή να του περάση, Λιανοτράγουδα, ήτοι συλλογή δίστιχων δημοτικών ασμάτων, Εν Αθήναις, Τύποις Α. Κτενά και Π. Σούτσα, 1866, σελ. 46)